υποβλήμα

υποβλήμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υποβλήμα" в других словарях:

  • υπόβλημα — ήματος, τὸ, Μ [ὑποβάλλω] καθετί που τοποθετείται αποκάτω, στρώμα, υπόστρωμα …   Dictionary of Greek

  • ὑποβλήμασι — ὑπόβλημα anything put under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήμασιν — ὑπόβλημα anything put under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήματα — ὑπόβλημα anything put under neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»