υποβλήμα
Смотреть что такое "υποβλήμα" в других словарях:
υπόβλημα — ήματος, τὸ, Μ [ὑποβάλλω] καθετί που τοποθετείται αποκάτω, στρώμα, υπόστρωμα … Dictionary of Greek
ὑποβλήμασι — ὑπόβλημα anything put under neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβλήμασιν — ὑπόβλημα anything put under neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβλήματα — ὑπόβλημα anything put under neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek